Είκοσι χρόνια πριν, ένας αριστερός οικονομικά ανερχόμενος αστός, με μόνο στόχο ζωής τον πλούτο και δούρειο ίππο τη θέση του προωθητή ενός κύματος καταναλωτισμού, καυχιόνταν διαρκώς σε φίλους και αγνώστους για τα αγωνιστικά του νιάτα. “Εγώ ήμουν στο Πολυτεχνείο” έλεγε.
Πολλά χρόνια πέρασαν από τη τηλεοπτική σειρά “Οι Απαράδεκτοι”, ακόμη περισσότερα από την πρώτη επέτειο της 17ης Νοέμβρη και το μόνο ρητό που μένει αναλλοίωτο είναι ότι το Πολυτεχνείο ζει.
Ποιο είναι όμως αυτό το Πολυτεχνείο που ζει;
Ανιστόρητοι και επικίνδυνοι χρυσαυγίτες προσπαθούν να αμφισβητήσουν τα ιστορικά γεγονότα. Κόμματα, παρατάξεις και μεμονωμένοι πολίτες καλούνται να αποδείξουν για μια ακόμη φορά ότι η ιστορία δεν είναι εθνικιστικά τσιτάτα ενός φυρερίσκου.
Η κουβέντα, όμως, αυτή δεν έχει να κάνει με την ιστορική υπόσταση των γεγονότων που συνέβησαν στις 17 Νοέμβρη του 1973, αλλά για το τι πραγματικά επέζησε από εκείνες τις ώρες.
Η ισοπεδωτική άποψη της “γενιάς του Πολυτεχνείου” που κατέστρεψε τη χώρα και καταδίκασε το μέλλον των παιδιών της, είναι κάτι που υπάρχει, και μάλιστα ευδοκιμεί, ανάμεσα στις νέες γενιές.
Αλλά τι πραγματικά έμαθαν όλες αυτές οι γενιές, για να φτάνουν σήμερα σε τέτοια απόλυτα συμπεράσματα;
Τηλεοράσεις, δημοσιεύματα αλλά πολύ περισσότερο τα ίδια τα πολιτικά κόμματα που ανέδειξε η Μεταπολίτευση, προβάλλουν εδώ και χρόνια, αυτή τη μέρα, την αγωνιστική μόδα μιας αντιαμερικανικής αποδοκιμασίας.
Τα συνθήματα και τα πανό για τη χούντα των συνταγματαρχών και της CIA που ανέτρεψε τη δημοκρατία και οδήγησε την Ελλάδα στο σκοτάδι. Τις συγκρούσεις, τους τραυματίες και τους νεκρούς που οδήγησε η καταστολή των πορειών προς την Αμερικανική πρεσβεία.
Μια χούντα που με τους ασφαλίτες και τους δοσίλογους του συστήματος βασάνιζε και εκφόβιζε τον κόσμο, καταπατώντας κάθε ατομική και δημοκρατική ελευθερία.
Μια χούντα, που πολλοί λένε πως υπάρχει και σήμερα. Όχι στρατιωτική, αλλά οικονομική. Άλλωστε η χούντα δεν φορά μόνο χακί.
Διότι σημειολογικά και μόνο, συγκεκριμένες σημερινές κραυγαλέες περιπτώσεις, θυμίζουν όσο τίποτε άλλο πρακτικές μιας άλλης εποχής.
Κάποιοι λένε πως η βία του πιστολιού δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βία τη ανεργίας και της φτώχειας. Φυσικά, αφού το ένα σε σκοτώνει άμεσα, ενώ το άλλο σκοτώνει εσένα και ολόκληρη την οικογένεια σου αργά και βασανιστικά.
Οι εξορίες και τα ξερονήσια της εποχής καταδίκαζαν χιλιάδες ανθρώπους σε μια ζωή μαρτυρική, αποξενωμένη από κάθε ατομικό δικαίωμα και ελευθερία. Κι όμως ο κόσμος δεν έχανε την ελπίδα του. Χούντα είναι θα περάσει, έλεγε.
Μπορεί άραγε αυτό να συγκριθεί με τον κοινωνικό και εργασιακό αποκλεισμό ενός ανθρώπου που συλλαμβάνεται σε μια πορεία με ψευδή στοιχεία και διαπομπεύεται στο διαδίκτυο σαν παιδεραστής δολοφόνος;
Η χούντα έκλεινε τις δημοκρατικές εφημερίδες και όσοι δημοσιογράφοι παρέμειναν στις θέσεις τους, είτε αποτελούσαν συνέχεια του συστήματος, είτε αυτολογοκρίνονταν. Σαν να μιλάς σήμερα για διωκόμενη ελευθερία του δημόσιου λόγου.
Κι όμως το Πολυτεχνείο ακόμα ζει. Ως τι;
Οι ιδέες που βγήκαν από τα μικρόφωνα, τα πανό και τα συνθήματα των φοιτητών εκείνες τις ώρες γίνανε λόγια αυτών που σήμερα διαδηλώνουν κατά της πλήρους απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής.
Κάποτε για όλα μας έφταιγαν οι Αμερικάνοι. Σήμερα ο αντιαμερικανισμός δεν είναι πια της μόδας. Σήμερα βρέθηκαν άλλοι ένοχοι, πιο σκληροί από τον Γιάνκη. Σήμερα έχουμε τους Γερμανούς.
Τι είναι τελικά αυτό που έμεινε από το Πολυτεχνείο;
Τι είναι αυτό που έμεινε από τη δεύτερη χρονολογικά μαζικότερη φοιτητική αντίδραση κατά του χουντικού καθεστώτος και την πιο αιματηρή, μέχρι να φτάσει η ώρα που ο κόσμος μαζεύτηκε στο αεροδρόμιο για να υποδεχθεί τον εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή;
Τι απέμεινε από ολόκληρο τον αντιδικτατορικό αγώνα;
Είμαι βέβαιος πως πάνω από τους μισούς μαθητές γυμνασίου και λυκείου δεν γνωρίζουν σήμερα ποιος είναι ο Αλέξανδρος Παναγούλης. Ποιος είναι ο Σπύρος Μουστακλής.
Ίσως το όνομα του πρώτου να ακούστηκε κατά λάθος από τις ανοιχτές τηλεοράσεις, όταν οι αντιστασιακοί δημοσιογράφοι του Πολυτεχνείου και της Νομικής της Θεσσαλονίκης σταύρωναν τον αδελφό του και σημερινό βουλευτή για τα “μνημονιακά λιντσαρίσματα”.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι σύγχρονοι Σπύροι Παπαδόπουλοι των σημερινών Απαράδεκτων αντιχουντικών ηρώων; Ποια η πραγματική συμβολή της Νομικής της Θεσσαλονίκης και του Πολυτεχνείου της Αθήνας στον εθνικό αγώνα κατά της χούντας;
Ερωτήματα που απάντηση από το σχολείο του σήμερα δεν πρόκειται ποτέ να δοθεί. Τουλάχιστον όχι μέσα σε αίθουσες και βιβλία.
Γιατί οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν στο Πολυτεχνείο και εισέπραξαν την πολιτική αναγνώριση που προσέφερε η εξέγερση τους κατά της δικτατορίας, δεν είναι ακόμη έτοιμοι να μεταλαμπαδεύσουν στα νέα παιδιά τα νεανικά τους αγωνιστικά ιδανικά. Ποτέ δεν ήταν.
Ποιος μπορεί να εμποδίσει σήμερα ένα μικρό παιδί να πιστέψει πως το Πολυτεχνείο ήταν αυτό που έριξε τη χούντα;
Ποιος μπορεί να εμποδίσει σήμερα έναν, φρεσκογεννημένο τότε, άνθρωπο να πιστέψει ότι αυτή η χούντα υπήρξε καλοδεχούμενη από τεράστιο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού;
Ότι και το '68 και το '69 υπήρχαν 20χρονοι που έβραζε το αίμα τους και έβλεπαν ολόκληρο το φοιτητικό και εργατικό κόσμο σε Ευρώπη και ΗΠΑ να κοχλάζει, αλλά δεν κατάφεραν να ξεσηκώσουν τον ήσυχο από τις πολιτικές αναταραχές του παρελθόντος Έλληνα, γιατί κανείς εκτός από τους εξοστρακισμένους δεν ένιωθε πραγματικά σκλαβωμένος;
Ότι από το 2010 ως σήμερα οι 18χρονοι αγωνιστές του 1973 αποδοκιμάζουν και αφορίζουν τους σημερινούς 18χρονους που απαιτούν να αλλάξουν όλα όσα δεν άλλαξαν για 38 ολόκληρα χρόνια;
Βέβαια άλλο είναι να σε σημαδεύει ένα όπλο κι άλλο ένα κανόνι νερού. Όπως άλλο είναι να μιλάς για ιδανικά, τα οποία το σύστημα που εσύ διαμόρφωσες δεν θέλει να καταγράψει στα βιβλία της ιστορίας του και άλλο οι ετοιματζίδικες χαριτωμένες σχολικές γιορτούλες για κάποιο Πολυτεχνείο, κάποιους ήρωες και έναν αγώνα που αν ποτέ διδαχθεί θα βρίσκεται στο τέλος της χρονιάς “εκτός ύλης”.
Ποιο είναι λοιπόν το Πολυτεχνείο που ζει;
Είναι η Δαμανάκη, ο Ανδρουλάκης, ο Πρωτόπαππας και τα άλλα παιδιά;
Είναι οι νεκροί του;
Είναι το Ψωμί η Παιδεία και η Ελευθερία;
Είναι ο αντιαμερικανικός και αντιμπεριλιαστικός αγώνας;
Είναι ο Καραμανλής ή τα τανκς, η Αυτόματη Τιμαριθμική Προσαρμογή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Τσοβόλας που τα ‘δωσε όλα και ο “δημοκρατικά αριστερός” εσαεί κυβερνητικός εταίρος Δημήτρης Χατζησωκράτης;
Είναι οι χλιδάτες προεδρικές δεξιώσεις πολιτικής και οικονομικής ελίτ για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας πραγματικότητας που αντί για παραλλαγή, φορά κουστούμι και γραβάτα;
Είναι εκείνες οι πράξεις των πραγματικών αντιστασιακών που προσπάθησαν να τιμωρήσουν με θάνατο τους σφετεριστές της εξουσίας, αλλά προτιμάμε να τους λησμονούμε γιατί αποτελούν, πλέον, τον προσωποποιημένο εχθρού ενός ήρεμου καθωσπρεπισμού;
Ποιο Πολυτεχνείο ζει σήμερα;
Ποιος πιστεύει πλέον τις προθέσεις και όχι τα αποτελέσματα; Από πότε το πολιτικό συγχωροχάρτι αποτελεί αγωνιστικό προνόμιο; Γιατί τα παιδιά μας σταματούν να μαθαίνουν την ιστορία αυτού του τόπου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ακούγοντας τον κάθε φανατικό ακροδεξιό να αμφισβητεί πραγματικά γεγονότα;
Πολλά είναι τα ερωτήματα γύρω από το Πολυτεχνείο και τους ανθρώπους του.
Αυτούς τους ανθρώπους που έχτισαν το μύθο τους πάνω σε σώματα νεκρών.
Αυτούς τους ανθρώπους που προτιμούν να συντηρούν τον αντιαμερικανισμό και τον αντιγερμανισμό και τον κάθε κοινωνικό και φυλετικό ρατσισμό προς τέρψιν της βουλευτικής, επιχειρηματικής, δημοσιογραφικής, κοινωνικής, υπουργικής και πολιτικής τους πολυθρόνας.
Ναι. Αυτό το Πολυτεχνείο σήμερα ζει.
(Μία προκήρυξη του Νοέμβρη του 1979 έλεγε: “Το Πολυτεχνείο δεν ζει. Το μόνο που ζει από το Πολυτεχνείο είναι τα συντρίμμια της γενιάς μας”)
0 comments:
Post a Comment