Το πατρικό μας δεν βρισκόταν πάντα ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα τριώροφα που ξεφυτρώσαν τα τελευταία χρόνια. Είχαμε αλάνες και χωράφια γύρω μας και μικρά σπιτάκια διάσπαρτα το ένα από το άλλο. Σε ένα από αυτά ζούσε πάντα, ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος.
Ο κυρ Γιάννης ήταν ο ταχυδρόμος της γειτονιάς. Με το ποδήλατο του κάθε πρωί μοίραζε τα γράμματα, τα δέματα αλλά και τους λογαριασμούς. Για τους τελευταίους, ποτέ δεν του κρατούσαμε κακία. Το βλέμμα του όταν τους είχε στο χέρι πριν μας τους δώσει, τα έλεγε όλα. Σου έδινε μια αίσθηση ότι πλήρωνε και αυτός ένα κομμάτι τους και στο τέλος, λίγο πριν φύγει, σου χαμογελούσε κάτω από το ψαρό του το μουστάκι για να σε γεμίσει κουράγιο.
Η γιαγιά μού είχε πει όταν ήμουν ακόμη πιτσιρίκι, την ιστορία του κυρ Γιάννη του Ταχυδρόμου. Ήτανε μικρά παιδιά όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Μικροί έφηβοι ακόμα, όταν κρύβονταν κάτω απ΄τα κρεβάτια την ώρα που βομβαρδιζόταν η παλιά τους γειτονιά, το Φάληρο, από τα αεροπλάνα των Ναζί.
Κάθε πρωί, όμως, συναντιόνταν μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, για να παίξουν στα χαλάσματα και να βγουν στα χωράφια να μαζέψουν αγριόχορτα. Να τα βράσουν με δυο σταγόνες λάδι και με λιγοστές μπουκιές μπομπότα να "γεμίσουν" το μεσημεριάτικο τραπέζι.
Ένα πρωινό, ο έφηβος κυρ Γιάννης, δεν βγήκε να παίξει. Ούτε να μαζέψει αγριόχορτα. Πέρασαν μήνες, ώσπου ένα παγωμένο βράδυ ακούστηκε η πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς. Ήταν εκείνος. Κουρελιασμένος και ξεπαγιασμένος, σήκωσε τα μάτια του αποστεωμένου του προσώπου και σύρθηκε σαν σκια μέσα στο σπίτι. Μόνος του. Χωρίς τη μάνα του, δίχως τον πατέρα του.
Ποτέ δεν είπε σε κανένα τι συνέβη όλους αυτούς τους μήνες. Ποτέ δεν είπε σε κανένα τι απέγιναν οι γονείς του. Ποτέ κανείς δεν του πήρε πια κουβέντα για όλα αυτά.
Στον εμφύλιο ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος δεν ήταν στην Αθήνα. Κάποιοι λένε πως το 'σκασε για να μην τον βάλουν να σκοτωθεί με τους γειτόνους του. Άλλοι ότι τον βάλανε κάπου βοηθητικό, γιατί ήταν φυματικός. Εκείνος ήταν πάντα λιγομίλητος. Ευγενικός και σωστός με όλους, αλλά πάντα λιγομίλητος.
Παντρεύτηκε, αλλά παιδιά δεν απέκτησε ποτέ. Απέκτησε όμως τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, όπως ο ίδιος την έλεγε. Τη βέσπα του. Με αυτήν, πια, μοίραζε τα γράμματα, δίχως να ταλαιπωρεί με κάθε πεταλιά τα αδύναμα πνευμόνια του.
Ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος ήταν για χρόνια η φωνή του ξεχασμένου αδερφού στην Αμερική. Του μετανάστη γιου στη Γερμανία και της ξενιτεμένης κόρης της Αυστραλίας.
Πάνε χρόνια που ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος βγήκε στη σύνταξη. Έχασε τη γυναίκα του νωρίς, από την κακιά την αρρώστια, μα κανείς δεν τον είδε να κλαίει. Σε κανένα δεν φανέρωσε σημάδι αδυναμίας.
Πάνε χρόνια που ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος βγήκε στη σύνταξη. Παιδιά δεν έκανε, αλλά είχε τα «ανίψια» του. Τα παιδιά και τα εγγόνια των γειτόνων. Τους γονείς μας. Εμάς.
Τα χρήματα του δεν φτάναν για παιχνίδια, αλλά φτάναν και περισσεύαν για καραμέλες και σοκολάτες σε όλους. Το σπίτι του ήταν πάντα γεμάτο γλυκά και η αυλή του η καλύτερη μας κρυψώνα στο κρυφτό.
Τα «ανίψια» του, όμως, μεγαλώσανε. Και τα παιδιά τους επίσης. Οι αλάνες χτίστηκαν και το σπιτάκι του κυρ Γιάννη του ταχυδρόμου κρύφτηκε. Δίχως να το θέλουμε, τον ξεχάσαμε. Μια βιαστική καλησπέρα όταν τον βρίσκουμε να κάθεται μονάχος στη βεράντα της χορταριασμένης, πια, αυλής του, δίχως να προλαβαίνει να αλλάξει τα γυαλιά του για να δει ποιος τον χαιρετά...
Τον θυμήθηκα όμως σήμερα τον κυρ Γιάννη τον Ταχυδρόμο όταν μου χτύπησε το κουδούνι. Στα χέρια του δεν κρατούσε γράμματα, ούτε καραμέλες. Του ζήτησα να ανέβει πάνω αλλά αρνήθηκε. Ένα πράγμα μόνο ζήτησε, όταν του μίλησα απ’ το θυροτηλέφωνο. Λίγα χρήματα για να ζήσει...
Κατέβηκα και του έδωσα μερικά ευρώ. Έκλαψε. Κλάψαμε. Και έφυγε...
Κατέβηκα και του έδωσα μερικά ευρώ. Έκλαψε. Κλάψαμε. Και έφυγε...
Πάνε δεν πάνε μερικά χρόνια που ο κυρ Γιάννης ο Ταχυδρόμος βγήκε στη σύνταξη. Κάποτε με αυτή, μας μοίραζε καραμέλες και σοκολάτες. Κάποτε με αυτή μπορούσε να ζήσει...
0 comments:
Post a Comment