Γυρίζει ένας φίλος πριν μερικές μέρες από το χωριό, στην πρώτη δόση των ολιγοήμερων διακοπών του. Τον ρωτώ, λοιπόν, πώς τα πέρασε, μιας και βρήκε επιτέλους και ένα σπιτικό πιάτο ζεστό φαΐ της προκοπής από τη μανούλα του.
Ένα πράγμα μόνο μου απάντησε, που είχε πολύ μεγαλύτερη αξία ακόμα και από το τας κεμπάπ με μακαρονάδα. Με το που φτάνει στο βενζινά του χωριού να φουλάρει με 1,80 το λίτρο, ο τύπος βλέπει τις πινακίδες του και τον ρωτά αν είναι Αθηναίος. Την απάντηση φυσικά και την ήξερε ο χωριανός, απλά έτσι ρώτησε για σιγουριά.
«Αθηναίος είμαι», του λέει ο δικός μου. Να σου και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου στα καπάκια. «Πώς πάτε εκεί κάτου στην Αθήνα με την κρίση σας;». Σύξιλος ο φιλαράκος. Τι του λένε τώρα του βενζινά; Πλάκα έκανε; Σοβαρά ρωτούσε; Δεν απάντησε τίποτα, χαμογέλασε διπλωματικά και έφυγε...
Η κρίση, όπως έχουμε πει, κάνει τις επιλογές της. Μία από αυτές φαίνεται να αποκλείει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής «περιφέρειας». Το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πιο πολύ μου θυμίζει την γυναικεία «περιφέρεια» η λέξη, παρά μία γεωγραφική οριοθέτηση πάνω στο χάρτη.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως η κρίση γουστάρει καυσαέριο, ή η θεωρία των γνωστών βιβλιοπωλών πως μας ψεκάζουν εμάς στο λεκανοπέδιο, είναι αληθινή; Τίποτε από τα δύο. Είναι πολύ πιο απλό. Ο κόσμος της επαρχίας, ότι προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει πριν τον Αρμαγεδδών της κρίσης, τα έχει και τώρα.
Ελλείψεις ιατρών; Πότε δεν υπήρχαν; Λιγοστοί καθηγητές; Εδώ κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα σχολεία. Φτωχότερες δημόσιες υπηρεσίες; Ας πάει κάποιος σε ένα υπουργείο στην Αθήνα και να ρωτήσει πόσοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι και πόσοι βρίσκονται εκεί αποσπασμένοι από ακριτικές περιοχές. Απεγνωσμένοι ταξιτζήδες; Μια χαρά δούλευαν τα αμάξια τους στη ζούλα στα νησιά.
Οι κάτοικοι των επαρχιακών πόλεων πάντοτε ζούσαν και εξακολουθούν να ζουν, σε άλλους ρυθμούς. Ανθρώπινους. Όσο και αν πληγώνονται και οι κάτοικοι της «συμπρωτεύουσας», που τους τσουβαλιάζω με άλλες μικρότερες πόλεις, το αυτό ισχύει και για κείνους. Και μάλιστα είναι και περήφανοι για αυτό.
Χωρίς στρατιές δημοσίων υπαλλήλων –όλοι οι οργανισμοί έτσι και αλλιώς είναι μαζεμένοι στην Αθήνα-, χωρίς όχλους συμβασιούχων, χωρίς αγανακτισμένους του καφέ των τεσσάρων ευρώ, χωρίς ορίτζιναλ απεγνωσμένους στο νοίκι και την ανεργία. Με ένα πατρικό, ένα μποστανάκι, ένα κηπάρι, δύο ζώα, κάτι τέλος πάντων, που τους έχει μείνει από τα παλιά, να κάνουν το κουμάντο τους όσο μπορούν καλύτερα. Και πολύ περισσότερο με μία νοοτροπία αλληλοβοήθειας, ακόμα και αν αναμεταξύ τους το καλοκαίρι σκίζονται για τον ποιος θα νοικιάσει πρώτος το ρουμ του λετ του.
Ο πυρήνας της κρίσης δεν έχει αποκεντρωθεί. Γιατί οι ίδιοι οι κάτοικοι της επαρχίας, δεν τον έχουν αφήσει να αποκεντρωθεί. Είτε μέσω εμπνευσμένων τοπικών αρχόντων, που υπάρχουν μερικοί ακόμα που κάνουν καλά τη δουλειά τους, είτε έμμεσα, μέσα από τον ίδιο τους τον τρόπο ζωής. Κάτι που κάνει αυτό το κύμα της κρίσης, να στρογγυλοκάθεται στην πρωτεύουσα και να την γεμίζει με απελπισία και χημικά.
Πολύ καλά λοιπόν, ο συμπαθέστατος, αν και δεν τον γνωρίζω και ούτε προβλέπεται να τον γνωρίσω, βενζινάς, με το που είδε αθηναϊκές πινακίδες ερώτησε πώς τα πάμε εμείς οι Αθηναίοι εκεί κάτω, με την κρίση μας...
0 comments:
Post a Comment