Είναι μοναδική η ελαφρότητα με την οποία οι κυβερνήσεις των τριών τελευταίων ετών -και κυρίως η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- χρησιμοποιούν ως επιχείρημα της διάλυσης του κοινωνικού κράτους το γεγονός ότι δημιούργησαν πάνω από ενάμιση εκατομμύριο ανέργους στον ιδιωτικό τομέα.
Η εργασία έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να θεωρείται αυτονόητο. Αποτελεί πολυτέλεια και μάλιστα συνιστά, στο δικό τους μυαλό, ένα κράμα καλοπέρασης και προνομίων.
Υπουργοί και βουλευτές χρησιμοποιούν τους ανέργους -ιδίως τους νέους, επειδή αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές των νοικοκυραίων- για να αιτιολογήσουν το κλείσιμο και τη συγχώνευση σχολείων και νοσοκομείων.
Σε ερωτήματα του τύπου “πώς θα εξυπηρετηθούν οι άρρωστοι και οι κλινήρεις” και “τι θα γίνει με τους μαθητές που δεν έχουν πρόσβαση σε σχολεία”, δεν απαντούν ποτέ.
Αν πάρουμε ως παράδειγμα τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Υγείας*, Άδωνι Γεωργιάδη, έχουμε όλη την εικόνα μπροστά μας. Αυτό το σύνολο ανθρώπων, που όταν αναζητάς απάντηση για το τι θα γίνει με τους ασθενείς μίας κλινικής που κλείνει, απαντούν ότι οι εργαζόμενοι της δεν θέλουν να μετακινηθούν ένα χιλιόμετρο πιο πέρα από τον σημερινό τόπο εργασίας τους. Και "πρέπει να ντρέπονται γι' αυτό". Πρέπει να "απολυθούν για να δουν τι εστί βερίκοκο", όπως λέει ο υπουργός.
Από την άλλη πλευρά, είναι σαρκαστικά διασκεδαστικό να βλέπεις ανθρώπους να περιμένουν να βρουν το δίκιο τους από έναν άνθρωπο που δηλώνει ευθαρσώς ότι είναι “εκπρόσωπος του ιδιωτικού τομέα” (Mega, 26.8.2013). Βέβαια, τέτοιες κουβέντες δεν ξεφεύγουν τόσο συχνά από τα χείλη άλλων συναδέλφων υπουργών, όμως οι πράξεις τους μιλούν καθημερινά.
Η πολιτική σκηνή έχει μάθει να λειτουργεί με τελειοποιημένους τους όρους του “κοινωνικού αυτοματισμού”, από την εποχή Σημίτη. Τότε που ο ορισμός δόθηκε από εξέχοντα μέλη της τότε κυβέρνησης (κάποιοι δείχνουν τον Τσουκάτο, άλλοι τον Ρέππα). Το ζητούμενο ήταν πάντα το ποιος θα φαγωθεί πρώτος· και τέτοιου είδους στοχευμένες επιθέσεις πετύχαιναν πολύ καλά τον σκοπό τους.
Τεράστιο εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι κοινωνικοί και εργασιακοί τους σύμμαχοί. Οι “αυτόκλητοι μπάτσοι”, όπως έχω ξαναγράψει. Αποτελούν το μεγαλύτερο εργαλείο στη μάχη της κοινωνίας με τον εαυτό της και δεν θα διστάσουν να παίξουν το μακρύ χέρι του διχασμού, όποιο κι αν είναι το κόστος.
Η ΕΡΤ και η ΔΤ είναι το πιο εύκολο και ευπαρουσίαστο παράδειγμα μιας και μπαίνει οπτικοποιημένο μέσα σε όλα τα σπίτια. Το νερό παιδί στο τρόλεϊ του Περιστερίου, το πιο βάρβαρο.
Αξιοσημείωτο σε όλη αυτήν την ιστορία, παραμένει το παραμύθι της αντίδρασης. Ο περισσότερος κόσμος έχει την τάση να ερμηνεύει και να αξιολογεί τις λύσεις με βάση τούς δικούς τους κανόνες. “Έχει ασυλία”, “δεν τον αγγίζει τίποτα”, “είναι μεγάλο πολιτικό τζάκι”, “είναι άνθρωπος του κεφαλαίου”. Διαπιστώσεις που γίνονται προϋποθέσεις ώσπου να χαθούν κάπου στη μετάφραση.
Είναι σαν να λες ότι για τον άνθρωπο που πιθανότατα θα πεθάνει κατά τη διάρκεια αναζήτησης μίας νέας ανοιχτής κλινικής στη θέση εκείνης που έκλεισε, δεν έχει ο συγγενής του δικαίωμα να στραφεί εναντίον του υπουργού που πήρε αυτήν την απόφαση επειδή θεωρεί ότι είναι “εκλεγμένος και μπορεί να κάνει ότι θέλει”.
Σαν να μην δικαιούται καμίας αντίδρασης ο γονιός που το παιδί του θα μείνει αμόρφωτο επειδή η παιδεία ιδιωτικοποιείται, τα σχολεία κλείνουν για να εξοικονομηθούν μερικές χιλιάδες ευρώ και οι καθηγητές σπανίζουν, γιατί “υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία”.
Σε αυτήν την δημοκρατία έχουμε μπερδέψει τις βούρτσες με τις πούτσες. Τα αυτονότητα δικαιώματα έχουν παραχωρηθεί σε ανθρώπους με θεϊκά σύνδρομα που νομίζουν πως διοικούν ένα μαγαζί γεμάτο άψυχα προϊόντα. Κι όλοι παίζουν τον ρόλο του διεκπαιρωτή.
Ακόμη κι εκείνοι που βγάζουν επαναστατικότητα και διεκδικούν με τους ίδιους όρους να πάρουν τη θέση αυτών που σήμερα πράττουν ως “εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα”.
Κι όλα αυτά στο όνομα των “ενάμιση εκατομμύριο ανέργων”.
Όποιος ξεδιπλώνει τέτοιου είδους επιχειρήματα, λογίζεται ως “προστάτης του άρρωστου δημοσίου”. Μία φράση που δείχνει μονάχα τις σπατάλες και τους διορισμούς. Όχι τα πάρτι με τους εθνικούς επιχειρηματίες (τον “ιδιωτικό τομέα” του Άδωνι), τους εθνικούς προμηθευτές και τους στημένους διαγωνισμούς, αλλά τον “ένοχο διορισμένο”.
Ποια είναι η αντίδραση αυτού του μέσου “ένοχου διορισμένου”; Να γίνει ο μεροκαματιάρης ελεγκτής εισιτηρίων, ο εισπράκτορας των ιδιωτικών εταιρειών-τραμπούκων, ο σεκιούριτι της πολυεθνικής.
Κι όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι θα δούμε τα πάντα. Ακόμη κι επιδοτούμενους καθηγητές, που το κάθε έξτρα κόψιμο μαθητή στην ίδια τάξη για να γλιτώσουν οι συγχωνευμένες σχολές τον υπερπληθυσμό, θα τσοντάρει στον μηνιαίο μισθό.
Γιατί να μη γίνει κάτι τέτοιο; Πού διαφέρει αυτό, από τον εξαναγκασμό της συνεχούς υπερπληρωμής των πάντων και της ανυπαρξίας κοινωνικού προστατευτισμού;
Αυτό είναι, λοιπόν, το “άρρωστο δημόσιο” που το “ενάμιση εκατομμύριο ανέργων” επιβάλλει να αλλάξει. Και οι 20.000 σταυροί του κάθε Άδωνι θα μένουν ακούνητοι και οι δουλειές με λαθρεμπόρους και εθνικούς εργολάβους θα συνεχίζονται και η εργασία θα εξακολουθεί να αποτελεί πολυτέλεια κι όχι αυτονόητο.
Η εργασία έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να θεωρείται αυτονόητο. Αποτελεί πολυτέλεια και μάλιστα συνιστά, στο δικό τους μυαλό, ένα κράμα καλοπέρασης και προνομίων.
Υπουργοί και βουλευτές χρησιμοποιούν τους ανέργους -ιδίως τους νέους, επειδή αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές των νοικοκυραίων- για να αιτιολογήσουν το κλείσιμο και τη συγχώνευση σχολείων και νοσοκομείων.
Σε ερωτήματα του τύπου “πώς θα εξυπηρετηθούν οι άρρωστοι και οι κλινήρεις” και “τι θα γίνει με τους μαθητές που δεν έχουν πρόσβαση σε σχολεία”, δεν απαντούν ποτέ.
Αν πάρουμε ως παράδειγμα τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Υγείας*, Άδωνι Γεωργιάδη, έχουμε όλη την εικόνα μπροστά μας. Αυτό το σύνολο ανθρώπων, που όταν αναζητάς απάντηση για το τι θα γίνει με τους ασθενείς μίας κλινικής που κλείνει, απαντούν ότι οι εργαζόμενοι της δεν θέλουν να μετακινηθούν ένα χιλιόμετρο πιο πέρα από τον σημερινό τόπο εργασίας τους. Και "πρέπει να ντρέπονται γι' αυτό". Πρέπει να "απολυθούν για να δουν τι εστί βερίκοκο", όπως λέει ο υπουργός.
Από την άλλη πλευρά, είναι σαρκαστικά διασκεδαστικό να βλέπεις ανθρώπους να περιμένουν να βρουν το δίκιο τους από έναν άνθρωπο που δηλώνει ευθαρσώς ότι είναι “εκπρόσωπος του ιδιωτικού τομέα” (Mega, 26.8.2013). Βέβαια, τέτοιες κουβέντες δεν ξεφεύγουν τόσο συχνά από τα χείλη άλλων συναδέλφων υπουργών, όμως οι πράξεις τους μιλούν καθημερινά.
Η πολιτική σκηνή έχει μάθει να λειτουργεί με τελειοποιημένους τους όρους του “κοινωνικού αυτοματισμού”, από την εποχή Σημίτη. Τότε που ο ορισμός δόθηκε από εξέχοντα μέλη της τότε κυβέρνησης (κάποιοι δείχνουν τον Τσουκάτο, άλλοι τον Ρέππα). Το ζητούμενο ήταν πάντα το ποιος θα φαγωθεί πρώτος· και τέτοιου είδους στοχευμένες επιθέσεις πετύχαιναν πολύ καλά τον σκοπό τους.
Τεράστιο εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι κοινωνικοί και εργασιακοί τους σύμμαχοί. Οι “αυτόκλητοι μπάτσοι”, όπως έχω ξαναγράψει. Αποτελούν το μεγαλύτερο εργαλείο στη μάχη της κοινωνίας με τον εαυτό της και δεν θα διστάσουν να παίξουν το μακρύ χέρι του διχασμού, όποιο κι αν είναι το κόστος.
Η ΕΡΤ και η ΔΤ είναι το πιο εύκολο και ευπαρουσίαστο παράδειγμα μιας και μπαίνει οπτικοποιημένο μέσα σε όλα τα σπίτια. Το νερό παιδί στο τρόλεϊ του Περιστερίου, το πιο βάρβαρο.
Αξιοσημείωτο σε όλη αυτήν την ιστορία, παραμένει το παραμύθι της αντίδρασης. Ο περισσότερος κόσμος έχει την τάση να ερμηνεύει και να αξιολογεί τις λύσεις με βάση τούς δικούς τους κανόνες. “Έχει ασυλία”, “δεν τον αγγίζει τίποτα”, “είναι μεγάλο πολιτικό τζάκι”, “είναι άνθρωπος του κεφαλαίου”. Διαπιστώσεις που γίνονται προϋποθέσεις ώσπου να χαθούν κάπου στη μετάφραση.
Είναι σαν να λες ότι για τον άνθρωπο που πιθανότατα θα πεθάνει κατά τη διάρκεια αναζήτησης μίας νέας ανοιχτής κλινικής στη θέση εκείνης που έκλεισε, δεν έχει ο συγγενής του δικαίωμα να στραφεί εναντίον του υπουργού που πήρε αυτήν την απόφαση επειδή θεωρεί ότι είναι “εκλεγμένος και μπορεί να κάνει ότι θέλει”.
Σαν να μην δικαιούται καμίας αντίδρασης ο γονιός που το παιδί του θα μείνει αμόρφωτο επειδή η παιδεία ιδιωτικοποιείται, τα σχολεία κλείνουν για να εξοικονομηθούν μερικές χιλιάδες ευρώ και οι καθηγητές σπανίζουν, γιατί “υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία”.
Σε αυτήν την δημοκρατία έχουμε μπερδέψει τις βούρτσες με τις πούτσες. Τα αυτονότητα δικαιώματα έχουν παραχωρηθεί σε ανθρώπους με θεϊκά σύνδρομα που νομίζουν πως διοικούν ένα μαγαζί γεμάτο άψυχα προϊόντα. Κι όλοι παίζουν τον ρόλο του διεκπαιρωτή.
Ακόμη κι εκείνοι που βγάζουν επαναστατικότητα και διεκδικούν με τους ίδιους όρους να πάρουν τη θέση αυτών που σήμερα πράττουν ως “εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα”.
Κι όλα αυτά στο όνομα των “ενάμιση εκατομμύριο ανέργων”.
Όποιος ξεδιπλώνει τέτοιου είδους επιχειρήματα, λογίζεται ως “προστάτης του άρρωστου δημοσίου”. Μία φράση που δείχνει μονάχα τις σπατάλες και τους διορισμούς. Όχι τα πάρτι με τους εθνικούς επιχειρηματίες (τον “ιδιωτικό τομέα” του Άδωνι), τους εθνικούς προμηθευτές και τους στημένους διαγωνισμούς, αλλά τον “ένοχο διορισμένο”.
Ποια είναι η αντίδραση αυτού του μέσου “ένοχου διορισμένου”; Να γίνει ο μεροκαματιάρης ελεγκτής εισιτηρίων, ο εισπράκτορας των ιδιωτικών εταιρειών-τραμπούκων, ο σεκιούριτι της πολυεθνικής.
Κι όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι θα δούμε τα πάντα. Ακόμη κι επιδοτούμενους καθηγητές, που το κάθε έξτρα κόψιμο μαθητή στην ίδια τάξη για να γλιτώσουν οι συγχωνευμένες σχολές τον υπερπληθυσμό, θα τσοντάρει στον μηνιαίο μισθό.
Γιατί να μη γίνει κάτι τέτοιο; Πού διαφέρει αυτό, από τον εξαναγκασμό της συνεχούς υπερπληρωμής των πάντων και της ανυπαρξίας κοινωνικού προστατευτισμού;
Αυτό είναι, λοιπόν, το “άρρωστο δημόσιο” που το “ενάμιση εκατομμύριο ανέργων” επιβάλλει να αλλάξει. Και οι 20.000 σταυροί του κάθε Άδωνι θα μένουν ακούνητοι και οι δουλειές με λαθρεμπόρους και εθνικούς εργολάβους θα συνεχίζονται και η εργασία θα εξακολουθεί να αποτελεί πολυτέλεια κι όχι αυτονόητο.
* "Εκπροσωπώ τον ιδιωτικό τομέα"
0 comments:
Post a Comment