Είναι λίγες οι φορές που οι “ευθύνες θα αποδοθούν” κάπου αλλού εκτός από τα λόγια. Ακόμη πιο λίγες εκείνες που θα γίνουν στο όνομα κάποιου κοινού καλού, μιας δικανικής αξιοπιστίας, εις βάρος των λίγων και υπέρ των πολλών.
“Την Κυριακή 18 Μαρτίου 2012, το Ολυμπιακό Στάδιο κάηκε”. Όπως κάηκε και η Αθήνα στις 12 Φλεβάρη. Πρώτη φορά είναι; Όχι βέβαια. Εκεί που πρωτοτυπήσαμε είναι ο τρόπος που “θρηνήσαμε” αυτήν την καταστροφή.
Στις 12 Φλεβάρη, είχαμε τη μεγαλύτερη -ίσως- μεταπολιτευτική συγκέντρωση λαού. Κόσμος παντού, σε κάθε στενό, σε κάθε δρόμο πλημμύρισε το κέντρο της Αθήνας. Το τέλος της νύχτας και η επόμενη μέρα βρήκε μερικά καμένα κτήρια αλλά και εκατοντάδες αθώου κόσμου χτυπημένο και δηλητηριασμένο.
Μαζί με αυτά βρήκε και σύσσωμη την καθεστωτική πλευρά να θρηνεί για το “διαμάντι του Τσίλερ” που έζησε την κατοχή για να δει τα μάρμαρα του να καίγονται στη “δημοκρατική και ανεξάρτητη Ελλάδα του 21ου αιώνα”.
Είδε τα μελανά ποτάμια δακρύων στις σελίδες της να κλαίνε, -στην κυριολεξία- με μαύρο δάκρυ, την απώλεια των αθηναϊκών στολιδιών, την ώρα που αν ρωτούσες κάποιον που δεν ήξερε τι έγινε πριν καούν, τι παίχτηκε στην Αθήνα, δεν θα το είχε πάρει πρέφα.
Γιατί δεν είδε πουθενά την εικόνα του κόσμου. Ούτε είδε -για μια ακόμη φορά- πουθενά τα χημικά ανάμεσα στους συγκεντρωμένους πολίτες. Μα ούτε και τις διμοιρίες να πέφτουν με τα μηχανάκια πάνω στον κόσμο για να του σπάσει τα πόδια. Είδε κάποιες δεκάδες -ότι χόραγε το πλάνο- να βρίζουν την αστυνομία. Να βρίζουν γιατί πέντε δεύτερα πριν, είχαν βάλει στόχο να τους σπάσουν το κεφάλι.
Παρομοίως και την Κυριακή της μπάλας. Περίπου. Ή μάλλον παρομοίως αλλά χωρίς να υπάρχει και καμία σχέση. Γιατί την Κυριακή γίναμε Ευρωπαίοι, ακολουθήσαμε τις οδηγίες των διεθνών οργανισμών, προστατέψαμε το άθλημα και προβάλαμε τον αθλητισμό. Στρέψαμε δηλαδή τις κάμερες στον κόσμο που κοίταγε τι γινόταν δίπλα του κι όχι στις μάχες των “οπαδών” με τα ΜΑΤ. “Για το καλό του παιχνιδιού”.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αν το καλοσκεφτείς. Στις 12 Φλεβάρη δεν πήρε κανείς χαμπάρι τι γινόταν στους δρόμους της Αθήνας. Μόνο μερικούς περίεργους είδε, που κοίταγαν για διακοσιοστή φορά να καίγονται τα ΜακΝτόναλντς και τα Στάρμπακς του Συντάγματος. Όχι για κανένα σοβαρό λόγο. Απλά γιατί μόνο προς τα εκεί κοιτούσανε οι κάμερες.
Όπως εκεί ήταν στραμμένες και τις επόμενες μέρες. Για να βρουν με μεθοδικότητα τι κάηκε και να μάθουν από “ευαισθητοποιημένους” πολίτες αυτής της πόλης, την βαριά ιστορία αυτού του χαροκαμένου νεοκλασικού. Που άρεσε τόσο πολύ στους Γερμανούς και το επίταξαν για να διασκεδάζουν τις δυνάμεις κατοχής. Εκείνο, που λένε ότι ακόμη κι ο Φύρερ όταν το είδε σε φωτογραφία, παραμιλούσε.
Και το συμπέρασμα όλων αυτών ποιο είναι; Το πόσο αχάριστοι είμαστε τελικά σαν λαός. Γιατί το "στολίδι του Τσίλερ", αφού κάηκε, γέμισε κουλτουριάρηδες με ρεσώ. Για το αριστούργημα του Καλατράβα από την άλλη, ούτε έναν αναπτήρα δεν ανάψανε.
(Μάθαμε και κάτι ακόμη, βέβαια... Το πόσο δυσκολευόμαστε να στρέψουμε τις κάμερες εκεί που πρέπει...)
0 comments:
Post a Comment