Τελικά, μέσα στη δίνη της τραγελαφικής πραγματικότητας που βιώνουμε σε τούτο εδώ τον τόπο, το συμπέρασμα που καίει όλους μας, είναι ένα: Για όλα φταίνε οι λαϊκιστές και οι φασίστες.
Από τη μία έχουμε τους λαϊκιστές.
Το χαρακτηριστικότερο επιχειρήμα του πολιτικού λασπολογίου των βουλευτών μας, όταν θέλουν να την πέσουν «συναδελφικά» σε κάποιον αντίπαλο τους, εσωκομματικό ή μη, είναι να τον κατηγορήσουν ότι λαϊκίζει. Από το να υποστηρίξει την πλατεία, τους ψηφοφόρους του που υποφέρουν, μέχρι να επιστρέψει πίσω τις αποζημιώσεις επιτροπών ή το βουλευτικό του όχημα, λαϊκίζει.
Από το να βάζει πάνω από την κομματική του πειθαρχία, το μέλλον της ίδιας του της χώρας, μέχρι το «θράσος» να συνομιλεί στο δρόμο ή στο καφενείο με συγχωριανούς τους, ενώ δεν διανύουμε καν εκλογική περίοδο και χωρίς τις στρατιές ασφαλιτών να τον ακολουθούν, λαϊκίζει.
Από την άλλη έχουμε τους φασίστες.
Τον τελευταίο καιρό, οι πλατείας κάθε γωνιάς της Ελλάδας αποτέλεσαν ένα ανεπανάληπτο εργαστήρι συζήτησης, ανάλυσης και χειμαρρώδους ανταλλαγής απόψεων. Ο καθένας, με τις ιδέες που κουβαλούσε στο κεφάλι του, αλλά που μέχρι τώρα κανείς δεν τους έδινε σημασία, με ευγένεια αλλά και φλογερό πάθος, έπαιρνε το λόγο στις συνελεύσεις και μέσα σε τρία λεπτά κατάφερνε να ξεστομίσει λόγια, που ολόκληρη η πολιτική σκηνή δεν τόλμησε να αρθρώσει τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Πάνω, όμως, από κάθε ομιλητή και κάθε παρευρισκόμενο, πλανιόταν η απειλή του φασίστα. Σε αρκετές ομιλίες, έβλεπες στο πρόσωπο και τη γλώσσα αυτού που είχε το λόγο, το σκεπτικισμό του «να προσέξω τι να πω και πώς θα το πω, γιατί θα με περάσουν για φασίστα». Είτε για ασφαλίτη που έχει παρεισδύσει ανάμεσα τους, είτε για κομματόσκυλο που παρακολουθεί κρυφά και προσηλυτίζει, είτε για ρατσιστή, είτε απλά για το συντηρητικό που έτυχε να θέσει ερωτήματα ρεαλιστικά, ερωτήματα που πονάνε.
Μερικές φορές, η κουβέντα έπαιρνε τέτοια τροπή, που αν κάποιος έβγαινε να μιλήσει και ξεκινούσε λέγοντας, «κρεμάλες στους φασίστες», ότι και να έλεγε μετά δεν θα είχε κανένα νόημα.
Όπως αντίστοιχα, οποιαδήποτε πολιτική πράξη κατανόησης και αλληλεγγύης σε ένα κίνημα από τη βάση του καθαρό και αχρωμάτιστο, θα καταδικαζόταν αυτόματα, από σύσσωμη τη βουλευτική παράταξη, ως λαϊκισμός. Άλλωστε κάθε εγχείρημα εκτροχιασμού από τις επιταγές των «εταίρων» μας και του «ηγέτη» μας, ακόμα και αν στη βάση του συμβαδίζει και με τους δύο, ήταν και είναι καταδικασμένο να χαρακτηριστεί λαϊκισμός.
Σε έναν τόπο ισοπέδωσης και γενίκευσης των πάντων, οι ταμπέλες είναι η πιο εύκολη και δόκιμη αντίδραση: Αν δεν ακολουθείς τις εντολές μου είσαι λαϊκιστής και αν δεν συμφωνείς μαζί μου είσαι φασίστας. Με τη μόνη διαφορά που η ταμπέλα του φασίστα όταν και όποτε μπαίνει, είναι κυρίως εξαιτίας του φόβου, της αβεβαιότητας και της απελπισίας, ενώ αυτή του λαϊκιστή μπαίνει μονάχα με σκοπό την απροκάλυπτη σπίλωση για τη διασφάλιση της καρέκλας.
Η ιστορία έχει να επιδείξει ότι οι γνήσιοι φασίστες τελικά κατατροπώνονται και οι πραγματικοί λαϊκιστές αποκαλύπτονται. Και όμως, μετά από όλα όσα περάσαμε εμείς, οι γονείς μας αλλά και οι παππούδες μας, αυτοί κυκλοφορούν ακόμη ανάμεσα μας. Τελικά, μετά από όλα αυτά, τι μένει από δαύτους;
Δυστυχώς, η απάντηση είναι ότι μετά από κάθε μεγαλειώδη επανάσταση ιδεών και ιδεολογιών, αυτό που σχεδόν πάντα μένει και συνάμα επικρατεί, είναι ένας συνδυασμός και των δύο, φασίστα και λαϊκιστή, με ολέθρια αποτελέσματα για όλους.
Μακάρι κάποια στιγμή, αυτό να διαψευστεί.
No comments:
Post a Comment