Τις παλιές καλές εποχές γνώριζες ότι αν δεν δήλωνες κομμουνιστής, θα ‘μενες με το πουλί στο χέρι. Οι κομμουνιστές γαμούσαν καλά· κι ακόμη καλύτερα όσοι είχαν μια ταυτότητα στην τσέπη, ή κάτι που αποδείκνυε τη βαθιά σχέση με το Κόμμα. Από τις ένδοξες φοιτητές εποχές, ως και τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες.
Οι υπόλοιποι δεν έμεναν κι εντελώς μπακούρια, αλλά ακόμη κι από τις φάτσες των περισσοτέρων προβεβλημένων αντικομμουνιστών του σήμερα καταλαβαίνεις ότι μεταξύ δεύτερου και τρίτου έτους στο πανεπιστήμιο, η μαλακία είχε πάει σύννεφο.
Η μόδα είχε τα τυχερά της, είχε όμως και τις αναποδιές της. Πολλά από τα “απολειφάδια” που περιέγραψε προχθές ο σύντροφος Κουτσούμπας, όσοι διαγράφηκαν δηλαδή από το κόμμα ή σηκώθηκαν κι έφυγαν, γαμούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σε σώμα και μυαλό.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να περιγραφεί λεπτομερώς -καθώς δεν έχουν γίνει γνωστές από το Κόμμα οι σεξουαλικές τους επιδόσεις- όμως φαινόταν ακόμη κι απ’ τη φάτσα. Ήταν ανοιχτοί και χαρούμενοι άνθρωποι. Όχι κομπλεξικοί και δυσκοίλιοι.
Το Κόμμα έβγαλε κι αρκετούς που μάλλον απογοητεύτηκαν απ’ τη φήμη του καλού γαμηστρώνα, μιας και βρώμαγαν από απόσταση ότι δεν ήταν απλά “οπορτουνιστές” ή “πρακτορες”, όπως αρέσει να λέει η ηγεσία του Κόμματος, αλλά δεν μπορούσαν να σταυρώσουν γαμήσι. Όσο κι αν το πάλευαν, δεν το ‘χαν. Το παράπονο της μαλακίας ήταν γραμμένο στο μέτωπό τους.
Κακά τα ψέμματα. Ο παραδοσιακός λαϊκός αγώνας είχε και τα καλύτερα πηδήματα. Είναι ασύγκριτη η αίσθηση της επαναστατικής ιδρωτίλας το ’60, ’70 και το ’80. Πώς να το κάνουμε τώρα, από το “πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στον αγώνα”, δεν έλειπε και το “πρώτος στον τσιμπουκομαραθώνιο”.
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν χυδαίο. Ποίηση, τραγούδι, Ρίτσος, Θεοδωράκης, παλμός, συνθήματα και σεξ. Μαζί με φτηνό κρασί και καλή παρέα, που άναβε και ξάναβε τα βράδια. Γιατί δεν ήθελε και πολύ να γίνει το καλό.
Δυστυχώς, με τα χρόνια τα γαμήσια λιγοστέψαν. Όλο και περισσότεροι κομμουνιστές έφυγαν. Όχι γιατί βαρέθηκαν να γαμάνε, αλλά γιατί καταλάβαιναν ότι το Κόμμα κατακλυζόταν από αγάμητους· στο πουλί, το μουνί, και -κυρίως- το μυαλό.
Τα κόμπλεξ της αγαμησιάς πότισαν πουρί τον εγκέφαλο και γέμισαν τον κόσμο “απολειφάδια”, τα οποία στο χωριό μου τα λένε “χοντράδια” που βγαίνουν λίγο πριν τ’ αρχίδια γίνουν μπλε.
Αρκεί να δεις σήμερα αυτήν την αγαμησιά στο μάτι, κι αμέσως καταλαβαίνεις ότι άνθρωπος που δεν έχει γευτεί την πραγματική χαρά της ζωής, όχι επανάσταση, αλλά ούτε ένα ταψί γεμιστά δεν μπορεί να φτιάξει.
Τους κοιτάς και νομίζεις πως μπήκαν στην κλιμακτήριο από τα 12 και τα πουλιά τους μαράζωσαν απ’ την έκτη δημοτικού. Για τέτοια απελπισία μιλάμε. Τι κι αν προσπάθησαν να προβάλλουν τον γαμιά τον Νίβο μπας και σώσουν λίγο την κατάσταση. Τζίφος. Ούτε με το μπλε χαπάκι δεν γίνεται πλέον δουλειά. Γι’ αυτό στην πορεία ήρθε ο γαμιάς Ανδρέας και τον φάγανε βράδυ. Γιατί οι περισσότεροι ερωτευτήκανε τη χούφτα τους.
Και κάπως έτσι κατέληξε η ιστορία μιας ένδοξης εποχής τρελού γαμησιού κι επανάστασης, η οποία ήρθε τώρα να βρει μπροστά της τα μαλακισμένα του παρελθόντος να παριστάνουν εκείνοι τους μεγάλους γαμιάδες.
Κωλοκατάσταση, δηλαδή. Από τη μία οι παραδοσιακοί μαλάκες, κι από την άλλη οι απόγονοι της τεστοστερόνης, των οιστρογόνων και της Τσιμινιέρας, που κατέληξαν να μισούν όποιον του σηκώνεται, κι όποια έχει περισσότερο από έναν οργασμό το χρόνο· κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Οι υπόλοιποι δεν έμεναν κι εντελώς μπακούρια, αλλά ακόμη κι από τις φάτσες των περισσοτέρων προβεβλημένων αντικομμουνιστών του σήμερα καταλαβαίνεις ότι μεταξύ δεύτερου και τρίτου έτους στο πανεπιστήμιο, η μαλακία είχε πάει σύννεφο.
Η μόδα είχε τα τυχερά της, είχε όμως και τις αναποδιές της. Πολλά από τα “απολειφάδια” που περιέγραψε προχθές ο σύντροφος Κουτσούμπας, όσοι διαγράφηκαν δηλαδή από το κόμμα ή σηκώθηκαν κι έφυγαν, γαμούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σε σώμα και μυαλό.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να περιγραφεί λεπτομερώς -καθώς δεν έχουν γίνει γνωστές από το Κόμμα οι σεξουαλικές τους επιδόσεις- όμως φαινόταν ακόμη κι απ’ τη φάτσα. Ήταν ανοιχτοί και χαρούμενοι άνθρωποι. Όχι κομπλεξικοί και δυσκοίλιοι.
Το Κόμμα έβγαλε κι αρκετούς που μάλλον απογοητεύτηκαν απ’ τη φήμη του καλού γαμηστρώνα, μιας και βρώμαγαν από απόσταση ότι δεν ήταν απλά “οπορτουνιστές” ή “πρακτορες”, όπως αρέσει να λέει η ηγεσία του Κόμματος, αλλά δεν μπορούσαν να σταυρώσουν γαμήσι. Όσο κι αν το πάλευαν, δεν το ‘χαν. Το παράπονο της μαλακίας ήταν γραμμένο στο μέτωπό τους.
Κακά τα ψέμματα. Ο παραδοσιακός λαϊκός αγώνας είχε και τα καλύτερα πηδήματα. Είναι ασύγκριτη η αίσθηση της επαναστατικής ιδρωτίλας το ’60, ’70 και το ’80. Πώς να το κάνουμε τώρα, από το “πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στον αγώνα”, δεν έλειπε και το “πρώτος στον τσιμπουκομαραθώνιο”.
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν χυδαίο. Ποίηση, τραγούδι, Ρίτσος, Θεοδωράκης, παλμός, συνθήματα και σεξ. Μαζί με φτηνό κρασί και καλή παρέα, που άναβε και ξάναβε τα βράδια. Γιατί δεν ήθελε και πολύ να γίνει το καλό.
Δυστυχώς, με τα χρόνια τα γαμήσια λιγοστέψαν. Όλο και περισσότεροι κομμουνιστές έφυγαν. Όχι γιατί βαρέθηκαν να γαμάνε, αλλά γιατί καταλάβαιναν ότι το Κόμμα κατακλυζόταν από αγάμητους· στο πουλί, το μουνί, και -κυρίως- το μυαλό.
Τα κόμπλεξ της αγαμησιάς πότισαν πουρί τον εγκέφαλο και γέμισαν τον κόσμο “απολειφάδια”, τα οποία στο χωριό μου τα λένε “χοντράδια” που βγαίνουν λίγο πριν τ’ αρχίδια γίνουν μπλε.
Αρκεί να δεις σήμερα αυτήν την αγαμησιά στο μάτι, κι αμέσως καταλαβαίνεις ότι άνθρωπος που δεν έχει γευτεί την πραγματική χαρά της ζωής, όχι επανάσταση, αλλά ούτε ένα ταψί γεμιστά δεν μπορεί να φτιάξει.
Τους κοιτάς και νομίζεις πως μπήκαν στην κλιμακτήριο από τα 12 και τα πουλιά τους μαράζωσαν απ’ την έκτη δημοτικού. Για τέτοια απελπισία μιλάμε. Τι κι αν προσπάθησαν να προβάλλουν τον γαμιά τον Νίβο μπας και σώσουν λίγο την κατάσταση. Τζίφος. Ούτε με το μπλε χαπάκι δεν γίνεται πλέον δουλειά. Γι’ αυτό στην πορεία ήρθε ο γαμιάς Ανδρέας και τον φάγανε βράδυ. Γιατί οι περισσότεροι ερωτευτήκανε τη χούφτα τους.
Και κάπως έτσι κατέληξε η ιστορία μιας ένδοξης εποχής τρελού γαμησιού κι επανάστασης, η οποία ήρθε τώρα να βρει μπροστά της τα μαλακισμένα του παρελθόντος να παριστάνουν εκείνοι τους μεγάλους γαμιάδες.
Κωλοκατάσταση, δηλαδή. Από τη μία οι παραδοσιακοί μαλάκες, κι από την άλλη οι απόγονοι της τεστοστερόνης, των οιστρογόνων και της Τσιμινιέρας, που κατέληξαν να μισούν όποιον του σηκώνεται, κι όποια έχει περισσότερο από έναν οργασμό το χρόνο· κυριολεκτικά και μεταφορικά.
No comments:
Post a Comment