15 July 2013

Το βάθρο

Ο κόσμος γέρνει ελαφρά το κεφάλι του πίσω. Τα βλέμματα δεν είναι στραμμένα ίσια μπροστά αλλά κοιτούν προς τα πάνω. Ο διάδρομος είναι ανεπαίσθητα ανηφορικός. Και η πρόσβαση στις μπροστινές σειρές, μόνο για λίγους.

Το βάθρο στέκεται ψηλά. Δεν είσαι σίγουρος αν το λένε όντως "βάθρο", ή "πόντιουμ" ή "σκηνή". Δεν σε νοιάζει και πολύ. Το έχεις μάθει από μικρό παιδί ως "το μόνο απρόσιτο σημείο". Αυτό, που για να ανέβεις πάνω του θα πρέπει να είσαι "πολύ σημαντικός". 


Ο τοίχος που στέκεται μεγαλοπρεπής πίσω από το βάθρο ή πόντιουμ ή σκηνή, είναι στολισμένος με σύμβολα και χρώματα. Βγάζει μάτι ότι είναι ψεύτικος, φτιαγμένος από φτηνιάρικα υλικά. Όμως, όσο στέκεται έτσι απειλητικά πάνω από τον “λαό”, λίγοι το καταλαβαίνουν. 

Το έντονο χρώμα του χαλιού που στρώθηκε στο διάδρομο, ξεθωριάζει από τα φώτα των προβολέων. Μία γιγαντιαία οθόνη προβάλλει παλιές συγκεντρώσεις και συνθήματα· σημαίες και κόσμος στο δρόμο να γελά σαν να έχει κερδίσει το λαχείο. Κι όμως, δεν είναι το λαχείο αυτό που κέρδισε, αλλά μια χειραψία με τον “αρχηγό”. 

Μόλις το πρόσωπό του εμφανίζεται στη γιγαντοοθόνη τα πάντα σταματούν. Ο διάδρομος που οδηγεί στα σκαλάκια του βάθρου αδειάζει. Το τσακισμένο χαλί του σκοτεινιάζει. Ο αρχηγός είναι εδώ. Με σάρκα και οστά κι όχι σε κομματική βιντεοταινία.

Όλοι σηκώνονται όρθιοι και χειροκροτούν. Χτυπούν δυνατά τα χέρια σαν να βλέπαν το παιδί τους να παραλαμβάνει το πολυπόθητο πτυχίο. Κι όμως, δεν βρίσκονται σε κάποια αίθουσα πανεπιστημίου με τους αποφοίτους και τους τηβέννους κι όλα εκείνα τα παραδοσιακά τελετουργικά.

Ο αρχηγός έχει φτάσει στο βάθρο. Ή το πόντιουμ. Ή τη σκηνή. Χαμογελαστός, με τα μανίκια σηκωμένα και τα χέρια να κουνιούνται ρυθμικά, σαν να προσπαθούν να διώξουν ένα σμήνος από ενοχλητικά έντομα γύρω από το κεφάλι του.

Όλοι είναι προσηλωμένοι πάνω του. Με τα μάτια καρφωμένα στην ανθρώπινη φιγούρα του, που από τις πίσω σειρές δεν διακρίνεται κανένα χαρακτηριστικό της. Είτε είναι γέρος, νέος, άνδρας ή γυναίκα, το ίδιο φαίνεται στα μάτια των “μη προνομιούχων”.

Τότε, τα πάντα αλλάζουν. Η τεράστια οθόνη αναμεταδίδει την ζωντανή εικόνα. Ο αρχηγός μοιάζει σαν να πετάει. Με το πρόσωπο του παραμορφωμένο από τα χοντροκομμένα πίξελ της οθόνης, χαιρετίζει τον κόσμο.

“Συντρόφισσες και σύντροφοι”, “συναγωνιστές και συναγωνίστριες”, “λαέ της Ελλάδας”, λέει. Κι άλλα πολλά λέει. Προσαρμόζει τους χαρακτηρισμούς του ανάλογα με τα χρώματα, τις σημαίες, το χρώμα του χαλιού· και τον “λαό”.

Τα κεφάλια κινούνται ανεπαίσθητα κι άλλο προς τα πίσω. Τα βλέμματα στρέφονται μερικές μοίρες ψηλότερα. Ακόμη κι όσοι είναι κοντά στον μεγάλο αρχηγό, σταματούν να κοιτούν τον άνθρωπο και καρφώνονται στην οθόνη. Την τεράστια ψεύτικη οθόνη. Με τα χοντροκομμένα πίξελ.

Ο αρχηγός περιεργάζεται το πλήθος. Μοιάζει σαν να κοιτά έναν-έναν χωριστά. Όμως στην πραγματικότητα δεν κοιτάζει πουθενά. Αλλά εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Νομίζεις ότι καρφώνεται πάνω σου. Είσαι σίγουρος ότι σε κοιτά στα μάτια. Για λίγο κοκκινίζεις και χειροκροτάς· περισσότερο από αμηχανία, παρά από συγκίνηση, χειροκροτάς.

Τα σκαλιά του βάθρου δεν φαίνονται πια. Οι όρθιες μπροστινές σειρές έχουν γεμίσει με “συντρόφους”, “συναγωνιστές”, κάμερες και φωτογράφους. Η στιγμή είναι δική τους και γυρεύουν την αιωνιότητα της, που μόνο μέσα από την τεχνολογία μπορούν να βρουν.

Προσπαθείς να καταλάβεις πόσα είναι τα χαρτιά της ομιλίας του αρχηγού. Η ώρα περνά κι εκείνος μοιάζει σαν να χάνεται κάπου μεταξύ των μεγάλων γραμμάτων της κόλλας Α4 που είναι διπλωμένη στα δύο, σαν χριστουγεννιάτικη κάρτα.

Ο αρχηγός σταματά για λίγο και σηκώνει το ποτήρι με το νερό. Έχουν περάσει ελάχιστα λεπτά, όμως το εναρκτήριο πάθος του μοιάζει με πανηγυρισμό ποδοσφαιριστή που σκόραρε το νικητήριο γκολ στο τελευταίο λεπτό. Πίνει λίγο νερό. Ακόμη κι αν δεν διψά πραγματικά, ξέρει ότι αυτό τον κάνει να φαίνεται “πιο ανθρώπινος”.

Τότε καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι. Τα σκαλιά που είχαν κρυφτεί, φάνηκαν ξανά. Το μοντέρνο διάφανο στήριγμα με το λεπτό του μικρόφωνο, κρύβουν τον αξιολάτρευτο αρχηγό. Νομίζεις πως βρίσκεται εκεί για να τον βλέπουν όλοι, όμως καταλαβαίνεις ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο στέκεται τόσο ψηλά, είναι για να μην τον πλησιάσει κανείς.

Το βλέμμα σου χαμηλώνει. Το κεφάλι γέρνει προς τα μπρος. Ο αρχηγός φαίνεται σαν να σε χαιρετά κι ο διπλανός σου σε σκουντάει για να του απαντήσεις. Γυρίζεις και τον κοιτάς με ένα ύφος λύπης και οργής. Θέλεις να του πεις πολλά, όμως βλέπεις στο πρόσωπο του τη δική σου οπαδική γαλήνη των προηγούμενων λεπτών.

Η ομιλία τελείωνει. Οι σημαίες κρύβουν την οπτική σου πρόσβαση στο βάθρο ή το πόντιουμ ή τη σκηνή. Ο αρχηγός μοιάζει σαν να κινείται προς τον κόσμο, όμως στην πραγματικότητα κοιτά τις πρώτες σειρές.

Δεν τον νοιάζει αν εσύ ευχαριστήθηκες με όσα άκουσες. Μέλημα του είναι να λοξοκοιτάξει εκείνους που η τηλεόραση ονομάζει “εσωκομματική αντιπολίτευση”. Η δική τους αντίδραση μετράει. Εσένα σε θεωρεί δεδομένο.

Νιώθεις μια αηδία. Κατάλαβες ότι το βάθρο ή το πόντιουμ ή η σκηνή, δεν είναι τίποτε άλλο από τα μπαλκόνια του μέλλοντος. Η γιγαντοοθόνη δείχνει πλάνα από τα κομματικά σφιχταγκαλιάσματα και τις αμέτρητες σημαίες που κυματίζουν ασταμάτητα.

Γυρίζεις στον διπλανό σου. Η θέση του είναι άδεια. Στο βάθος διακρίνεις τη σιλουέτα του. Όχι από τα ρούχα που φοράει, αλλά από το κινητό του τηλέφωνο. Τόση ώρα το κρατούσε ψηλά για να απαθανατίσει τον μεγάλο αρχηγό. Τώρα προσπαθεί να τον πλησιάσει για να τον φωτογραφίσει.

Σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Προσπαθείς να καταλάβεις τι κάνεις και πού βρίσκεσαι. Νιώθεις σαν να επέστρεψες στον καναπέ του σπιτιού σου, παρακολουθώντας τα πλάνα μιας άλλης εποχής από την τηλεόραση που λες ότι τόσο μισείς.

Αντιλαμβάνεσαι ότι έγινες κι εσύ κομμάτι της θρησκείας του βάθρου. Ή του πόντιουμ. Ή της σκηνής.

Κοιτάς τον διπλανό σου που επιστρέφει όλο χαρά, με μια άθλια, κουνημένη και θολή φωτογραφία του αρχηγού στο πανάκριβο κινητό του. Σιχαίνεσαι κι άλλο τον εαυτό σου.

Τον κοιτάς. Δεν του μιλάς. Απλά τον κοιτάς. Σκέφτεσαι ότι αν φύγεις τώρα, κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει. Επιλέγεις να κάτσεις μέχρι το τέλος. Μέχρι να σβήσουν τα φώτα και να έρθουν οι εργάτες που θα μαζέψουν τον ψεύτικο τοίχο με τα χρώματα και τα σύμβολα. Μέχρι να δεις τις ποδοπατημένες σημαίες να γεμίζουν τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών και το φτηνιάρικο χαλί του διαδρόμου να μετατρέπεται σε μια άμορφη μάζα.

Το έχεις τόση ανάγκη να ζήσεις όλο αυτό. Να το δεις να ανθίζει, να αποθεώνεται και μετά να καταλήγει στα σκουπίδια· μέσα στη σιωπή.

Έχεις σταματήσει να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Έχεις καταλάβει ότι ήρθε η ώρα για να λυπηθείς. Εσένα. Τους άλλους. Τον αρχηγό. Το βάθρο του.

Έχει έρθει η ώρα...

0 comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
UA-24464405-1