25 August 2011

«Εξομολόγηση ενός πνευματικού»

Αποκλειστικό απόσπασμα από το ακυκλοφόρητο βιβλίο «Πνευματώδης αμαρτωλός».

[... Είμαι ένας λαδιάρης, ψευτό- διανοούμενος, ελεύθερος  επαγγελματίας ειδήσεων, δημοσίου ενδιαφέροντος, ιδιωτικών συμφερόντων.

Ήμουν τόσο δα μειράκιον, όταν έτρεχα με τα μπλοκ των αφισοκολλητών να σκίσω τα βρομόχαρτα των απέναντι, για να βάλω την ευλογημένη φάτσα του προέδρου. Που από το άγριο ξημέρωμα ξεροστάλιαζα, ώσπου να πάρω τις πεντάφυλλες φυλλάδες της δοξασμένης μου παράταξης και να τις πουλήσω με δόξα και τιμή στην είσοδο της σχολής, στις εστίες και τα μασονικά ελιτίστικα φεστιβάλ της.

Πρώτος εγώ, την είδα εναλλακτικός δουλοπάροικος, μεγαλοδιανοούμενων Τυποαφεντάδων, κρυφοδεξιών σοσιαλιστών μιας άκρας αριστεροφάνειας. Που σαν πιστό σκυλί, πάτησα επί πτωμάτων, φίλησα κατουρημένες σαλιάρες και γλύκανα τα ματάκια μου λίγο παραπάνω, για να αρπάξω την ευκαιρία που δικαιούμουν με την αξία μου, δίχως καμιά πλάτη θείου βουλευτού και πατέρα δημάρχου.

Έπεσε έτσι το υψοφοβικό το τηλεφώνημα, ένα καυτό μεσημεριάτικο πρωινό του Δεκεμβρίου. Ήταν ο πρόεδρος ο ίδιος, που ζήταγε να με δει. Δανείστηκα το κοστούμι του σκηνοθέτη- μουσικού- ηθοποιού γκέι κολλητού, που όσο τον μισούσα, τόσο μου ανέβαζε το πολύ- πολιτισμικό μου, εικονικά ευαίσθητο, ψεύτο-ίματζ και έτρεξα ωσάν τον άνεμο να τον προϋπαντήσω. Ήταν τόσο όμορφα χλεμπονιάρης, καθώς στεκόταν ολοζώντανος μπροστά μου για πρώτη φορά, δίχως να είναι ακόμη μία χιλιορετουσαρισμένη αφίσα, κολλημένη στην παλάμη μου!

"Θα ξεπουλούσες και τη μάνα σου;" Με ρώτησε τόσο γλυκά, με μια ανάσα να μοσχοβολάει ουίσκι, στις επτά το πρωί. Μάλιστα πρόεδρε, του απάντησα. "Θα έφτυνες εκεί που έγλυφες, για να τα ξαναγλύψεις μετά;" Με ξαναρώτησε καθώς απογέμιζε τον καφέ του με σκοτσέζικο νέκταρ. Βεβαίως πρόεδρε, του απάντησα και πάλι. "Θα πρόδιδες και τη μάνα που σε γέννησε, τον πατέρα που σε τάισε, ακόμα και τον παπά που σε βάφτισε", είπε ζαλισμένος μέσα στην πρωινή του μέθη. Εννοείται πρόεδρε, φώναξα με ήπιο ενθουσιασμό, μην τραυματιστεί το άτριχο κεφαλάκι του, από τους δυσβάστακτους ήχους της νεανικής φωνής μου, που αντιχούσαν στα αλκοολικά αυτάκια του.

Και πριν το καταλάβω, βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη, με μια δική μου στήλη στην ιδιωτική οικογενειακή εφημερίδα της κυβερνήσεως του αγαπημένου της εφοπλιστή. Με την πολυθρόνα και τους δούλους να με περιμένουν στο αστραφτερό μου γραφείο, του ιδιωτικού οικογενειακού καναλιού της κυβερνήσεως του αγαπημένου της κατασκευαστή. Με τρεις κάμερες λουκούμι, μόνο για πάρτι μου. Βαφτισμένες, μάλιστα, με τα ονόματα των τριών αγαπημένων κουταβιών μου, που τόσο άδικα χάθηκαν στις δαιδαλώδεις ταβέρνες της νέας Πεντέλης και όχι στο μπαρμπούτι με τα παιδιά της γειτονιάς, που άδικα με κατηγόρησε η μακαρίτισσα η μανούλα μου.

Το τι ακολούθησε, είναι παραδεισένιο. Προξενιά με τα μεγαλύτερα πορτοφόλια και κουμπαριές με τραπεζίτες, εκδοτάδες, καναλάρχες και εφοπλιστάδες. Δανεικές σκαφάρες, για γρήγορα σουλάτσα στους Αργοσαρωνικούς και τα προσωπικά τηλέφωνα των υπουργάδων, για τα μάτια της ατζέντας μου και μόνο. Και ψέματα. Ψέματα με τους κουβάδες. Ψέματα με τα φτυάρια.

Σκάνδαλο για τον πρόεδρο και το σινάφι του ακούγανε τα αυτάκια μου; Εμπιστευτικές μικροπολιτικές προεδρικές αγιογραφίες, την επομένη. Απάτες δισεκατομμυρίων, με τις μίζες των τραπεζικών λογαριασμών των πάμπλουτων συζύγων πολιτικών, ερχόνταν στα χεράκια μου; Καμπάνιες πράσινων εναλλακτικών αναδασώσεων εγώ. Υπέρ- καταχρεωμένα δημόσια έργα αδελφών, εξαδέλφων, κουμπάρων και ημέτερων, σφυρίζανε γύρω μου; Επίθεση στον απατεώνα τσιχλοφουσκοπωλητή που κλέβει το δημόσιο, κάθε φορά που δεν κόβει απόδειξη, εγώ.

Πολύ καλό και υπάκουο παιδί. Τόσο υπάκουο που λίγο πριν γκριζάρω, εφημερίδες, ιντερνέτ, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, περιοδικά και ένθετα, όλοι σε μένα τρέχαν για να μάθουν την πραγματική αλήθεια. Γιατί η είδηση ήμουν εγώ. Έμπαινα στα ρουφγκάρντεν πολυτελών πανδοχείων και τα πατώματα τρίζανε συθέμελα. Μέχρι και στις επιτροπές του νέου προέδρου μπήκα, αφού πρώτα με παρακάλεσε. Τη στερνή μου τη γνώση την αποζητούσαν όλοι. Κάθε ένα τσακάλι της γωνίας Αμαλίας και Βασιλίσσης Σοφίας, σε μένα κάλπαζε για να καλυφθεί. Και εγώ το κάλυπτα, γιατί ήμουν μεγαλόκαρδος, ψυχοπονιάρης και φιλόζωος.

Ως και βιβλία μου εκδώσανε και τα αγοράσανε όλοι, μου είπαν. Γιατί όλοι πρώτα εμένα ακούν και συμβουλεύονται, πριν από κάθε άλλο. Και σε κάθε παρουσίαση μου, ερχόνταν όλο και περισσότεροι από δαύτους. Γιατί εγώ την πένα μου την κρατώ μαγκιόρικα και αντρίκια. Γι’ αυτό έχω και εχθρούς εγώ. Γιατί μόνο αλήθειες βγαίνουν από το στόμα μου και οι αλήθειες πονάνε. Γι' αυτό και ο φίλος μου ο Χρήστος, μου διάλεξε πέντε από τα καλύτερα, τα πιο φίνα παιδιά του, να φυλάνε εμένα και μόνο εμένα, το πουλέν του προέδρου.

Και να σου ένα βράδυ αξημέρωτο, σκάει και το τηλεφώνημα με τα πολλά τα νούμερα. Εξωτερικόν και εμπιστευτικόν. Τα ανοίγματα, βλέπεις, των ημέτερων δυνάμεων ξεχυλώθηκαν. Από τις Φρανκφούρτες με τα λουκανικάκια τους, ως το Νιουγιόρκ με τους Γιάνκηδες του μπαστουνιού και της πουκαμίσας με την ψιλή τη ρίγα. Δις και δατ στο τηλέφωνο, με βλάχικα εγγλέζικα σοβαρός- σοβαρός ο γνωστός- άγνωστος μαν ιν μπλακ. Και στο τέλος, ντόλαρς και ντου γιου ντου. Πολλά τα ντόλαρς που ξεστόμισε, για να πω μοναχά ένα γιες στο ντηλ του.

Μόκο στα ξεπουλήματα εγώ, φούντο και κανόνι στο μαγαζί ολάκερο και ντόλαρς. Πολλά ντόλαρς για μένα, πάρα πολλά για αυτούς. Και όλα μέλι γάλα. Αλλά μιας και από τεχνολογία οι εδώ, είναι πιο πίσω ακόμα κι από τα στρουμφάκια, στα μεταμεσονύκτια τα κονφιντέντιαλ τα τηλεφωνάκια μου, ξέρναγα και κάνα- δυο φωνήεντα των ιδιωτικοτάτων συζητήσεων, μεταξύ τυριού και αχλαδιού, στα Μαξιμιανά τα Μέγαρα.

Και τότες; Το χάος. Βγήκε ο θου Κύριε φύλαττε τω στόματι μου, γιατί φυσικά και είμαι βαθιά και απόλυτα θρησκευόμενος, Εφραιμιστικότατος για την ακρίβεια, και τι λέει; Τα όμορφα, τα ζεστά και αχνιστά κρυφά μου λεφτουδάκια, τα λιγοστά αυτά ψίχουλα ενός άπορου, κακόμοιρου μεροκαματιάρη, με τριψήφιο το μηνιαίο μου το εκκαθαριστικό, τέλος. Τέλος όλα! Έτσι μου ‘ρχετε να βγω και να ξεράσω τα πάντα, να βγω και από πάνω, να με αποθεώσουν κιόλας.

Αλλά ίσως το φάω το κεφαλάκι μου. Άστο καλύτερα, θα περιμένω και στην τελική τραβάω και για άλλες πολιτείες. Πιο ενωμένες. Εκείνοι έτσι και αλλιώς μου το τάξανε να με φιλέψουν κατιτίς, όταν δω τα σκούρα, την εποχή που έκανα το αγροτικό μου στο λευκό τους το σπιτάκι. Το διαβατηριάκι μου το έχω ήδη στην κωλότσεπη και μόλις πάνε να ζορίσουν λίγο ακόμη τα πραγματάκια εδώ, γίνομαι υπερατλαντικός ώσπου να κοπάσει η φουρτούνα και ξεχαστώ για λίγο. Γιατί εδώ όλοι τους στο τέλος ξεχνούν...]

«Πνευματώδης Αμαρτωλός». Εκδόσεις Λάμπρου Άκης και Μονόκερος. Διεύθυνση Ιπποκράτους 22 και Συγγρού 340, Αθήνα.

No comments:

Post a Comment