21 July 2011

Μαγαζί τρίτης γενιάς

Είναι τόσο συνηθισμένη η ιστορία του μαγαζιού που περνά από γενιά σε γενιά, μέχρι να καταλήξει φτερό στον άνεμο και «ότι πάρεις εκατό».
Την αρχή την κάνει ο πρεσβύτερος. Ο «γέρος». Στο ξεκίνημα του, που σαν έξυπνο παραπαίδι του πρώτου μαγαζάτορα, τον έχει από κοντά. Και μαθαίνει πολλά. Κόβει, άλλωστε, το μυαλό του και με τις σωστές γνωριμίες φτάνει στο σημείο να διαφεντεύει. Ώσπου τελικά, γίνεται εκείνος ο κύριος του μαγαζιού.
Μιλάμε για μαγαζί γωνία όχι τίποτε μπας κλας. Όλοι θέλουν να έχουν από ένα κομμάτι, αλλά κανείς δεν θέλει να μαθευτεί ποιος πραγματικά κάνει κουμάτο. Πολλές οι ευθύνες και ακόμα περισσότεροι οι υπάλληλοι. Ο παραγιός μεγαλώνει και μαζί του φαίνεται να μεγαλώνει και η επιχείρηση. Υπόσχεται πολλά, κάνει πολύ λιγότερα από αυτά που θα μπορούσε και την κρίσιμη στιγμή, δεν έχει να παραδώσει απολύτως τίποτα.
Φυσικά το μαγαζί πέφτει σε λάθος χέρια. Όχι μόνο σε λάθος, αλλά και σε παράνομα χέρια. Περνά περίεργα «σκηνικά», αλλά δεν αργεί να επιστρέψει και πάλι στη φαμίλια. Όχι, όμως στο γέρο, αλλά στο γιο. Εκείνος το περνά ένα χέρι μπογιά, όχι από τίποτε ακριβές, που τις απλώνεις κάνα δυο χέρια και καθάρισες. Από τις φτηνές, της λαϊκής. Ίσα- ίσα να προλάβει να το «παστρικιώσει», πριν πιάσουν οι γερές οι μπόρες.
Αλλά, όπως και να είναι, παραμένει μαγαζί γωνία. Παρανομίες, όμως και ζοριλίκια, για να το κουμαντάρει κανείς στα κρυφά, δεν περνούν πια. Αλλάξαν οι εποχές. Το γιο του γέρου πρέπει να τον καλοπιάσεις για να διαφεντεύεις και πάλι. Στην αρχή πας με τα νερά του. Τον αφήνεις να πει και να κάνει κάνα-δυό «κουταμάρες». Μικρός είναι ακόμα, θα μάθει. Περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, τότε που οι αδυναμίες του, θα ξεπεράσουν την κουτοπονηριά του. Γιατί ήταν ξεροκέφαλο και ποτέ δεν φρόντισε να εξελιχθεί.
Έτσι, ο γιος μεγάλωσε και μαζί μεγάλωσαν και τα φέσια του. Οι υπάλληλοι μπορεί να ήταν ευχαριστημένοι, αλλά πιο ευχαριστημένοι ήταν οι κόλακες  που κατάφεραν να «τακιμιάσουν» μαζί του, για να μην πονάει πολύ όταν δαγκώνουν. Έχει όμως ένα μεγάλο παράπονο.
Το δικό του γιο, που «δεν το έχει».
Το πάλεψε από δω το έφερε από κει, μπας και τον αλλάξει, αλλά ο γιος είναι αυτό που λέμε ότι «απλά δεν το ‘χει ρε παιδάκι μου». Άφησε λοιπόν ο πατέρας, τα κλειδιά αλλού. Σε άλλους, πιο μπαγάσες, πιο ψιλιασμένους. Αλλά δεν τους βγήκε ούτε σ’αυτούς. Έβγαλαν τόσα πολλά αντικλείδια και τα μοίρασαν δεξιά και αριστερά, μέχρι που τα ‘μπλεξαν με τα δικά τους και τελικά κλειδώθηκαν απ’ έξω.
Έτσι η εταιρία έφτασε μοιραία, στον τρίτο της γενιάς. Στον εγγονό και συνονόματο του παππού. Είπαμε, όμως, δεν το ‘χε από μικρός, γιατί να το βρει μεγαλώνοντας; Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες του πατέρα, μπας και τουμπάρει το θεματάκι του. Γιατί ο γιόκας του, έκανε πολλά κολλητηλίκια. Με τύπους που δεν θα ‘πρεπε ούτε καλημέρα, κανονικά, να τους λέει. Και έβγαλε κόμπλεξ, που ο πατέρας τα ‘βλεπε, αλλά μέσα στις αρρώστιες και τους γεροντοπαλικαρισμούς του, πού μυαλό να τα πει, αλλά και ποιος να τον ακούσει;
Έτσι το σπουδαγμένο βουτυρόπαιδο, έβαλε στην τσέπη, με κάθε επισημότητα, και τα κλειδιά και τα αντικλείδια και τους αφαλούς του μαγαζιού και ανηφόρισε σφυρίζοντας, με μία βλακώδη ανεμελιά. Αλλά και οι δύο του τσέπες ήταν τρύπιες. Τρυπημένες εδώ και καιρό από τους νέους του «φίλους». Τα ίδια λυκόρνεα, του παππού και του πατέρα. Εκείνα, τη μία φορά με το έτσι θέλω, τη δεύτερη με το καλό και τώρα γιατί απλά μπορούν, μάζεψαν τα κλειδιά από τις τρύπιες τσέπες, τον χτύπησαν φιλικά στην πλάτη και δεν είπαν ούτε ευχαριστώ. Όσο για τους υπαλλήλους του μαγαζιού; Το ‘πε και ο γιόκας από μόνος του: «Δώστε ότι έχετε και τα βρίσκουμε από Δευτέρα»...
Σήμερα, ο γιος έχει μείνει να κοιτά απορημένος και να αναρωτιέται, έτσι όπως το ‘κανε το μαγαζί, ποιος θα ήταν πιο περήφανος για το «κατόρθωμά» του;
Ο Γεώργιος ή ο Ανδρέας; 

No comments:

Post a Comment